- χύνομαι
- χύνομαι, χύθηκα, χυμένος βλ. πίν. 2
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
επιρρέω — (Α ἐπιρρέω) [ρέω] 1. ρέω στην επιφάνεια, χύνομαι πάνω σε κάτι («καθύπερθεν ἐπιρρέει ἠΰτ’ ἔλαιον», Ομ. Ιλ.) 2. παθ. ἐπιρρέομαι ποτίζομαι, αρδεύομαι αρχ. 1. εισρέω, χύνομαι μέσα σε κάτι («ποταμοῑσιν ἐμβαίνουσιν... ἕτερα ὕδατα ἐπιρρεῑ», Ηράκλ.) 2.… … Dictionary of Greek
παραπροχέομαι — Α παθ. χύνομαι κοντά σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + προχέομαι «χύνομαι προς τα εμπρός»] … Dictionary of Greek
περιεκχέομαι — Α χύνομαι προς τα έξω απ όλες τις μεριές. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἐκχέομαι «χύνομαι»] … Dictionary of Greek
περιλείβομαι — Α (ποιητ. τ.) χύνομαι, ρέω από όλες τις μεριές, περιχύνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + λείβομαι «χύνομαι, ρέω»] … Dictionary of Greek
προσεπιρρέω — Α 1. χύνομαι επίσης 2. παθ. προσεπιρρέομαι κατακλύζομαι επίσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιρρέω «χύνομαι ρέω»] … Dictionary of Greek
έρπω — και σέρπω (Α ἕρπω) προχωρώ σερνόμενος με την κοιλιά πάνω στο έδαφος ή στηριζόμενος στα χέρια και στα γόνατα νεοελλ. 1. ταπεινώνομαι μπροστά σε ισχυρούς, φέρομαι δουλικά, τούς κολακεύω χαμερπώς για να επιτύχω ιδιοτελείς σκοπούς 2. (για φύλλα… … Dictionary of Greek
αμφινάω — ἀμφινάω (Α) ρέω, χύνομαι ολόγυρα από κάτι … Dictionary of Greek
αμφιχέω — ἀμφιχέω (Α) Ι. ενεργ. περιχύνω, περιβάλλω παθ. 1. χύνομαι, διασκορπίζομαι παντού 2. (για πρόσωπα) περιπτύσσομαι, πέφτω στην αγκαλιά κάποιου, αγκαλιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + χέω. ΠΑΡ. αρχ. ἀμφίχυτος] … Dictionary of Greek
αναβλύω — ἀναβλύω (Α) (για υγρά) 1. αναβλύζω* 2. χύνομαι βράζοντας, ξεχειλίζω 3. βγάζω αφρούς από το στόμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βλύω (νεώτ. τ. τού ρ. βλύζω* πρβλ. κ. ἀναβλύζω)] … Dictionary of Greek
ανερεύγω — ἀνερεύγω (Α) 1. εξεμώ, ξερνώ 2. μέσ. (για ποταμούς) εκβάλλω, χύνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + *ερεύγω, τού ερεύγομαι (Ι) «κάνω εμετό, εκβάλλω»] … Dictionary of Greek